- παραψύχη
- παραψύχωcoolaor ind pass 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραψυχή — cooling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψυχή — και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον. β. «ἔχε δή τιν ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ ε ψύχ ην, αόρ. β τού παραψύχω (πρβλ. ανα ψυχή, κατα ψυχή)] … Dictionary of Greek
παραψυχῆς — παραψυχή cooling fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψυχήν — παραψυχή cooling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψυκτήριον — τὸ, Α παραψυχή*. παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραψύχω + επίθημα τήριον (πρβλ. φυλακ τήριον)] … Dictionary of Greek
παραψυχάς — παραψυχά̱ς , παραψυχή cooling fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)